Οι καλεσμένοι όλοι κάθονταν στα τραπέζια που ήταν ήδη στρωμένα, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες και άρχιζαν το φαγοπότι, ενώ οι μουσικοί, όση ώρα έτρωγαν οι καλεσμένοι, έπαιζαν το σουμπέτ(ι) (επιτραπέζιο τραγούδι) που το τραγουδούσε ο πιο καλλίφωνος της παρέας:
«Τρώτι φίλοι μ’ κι πίνιτι κι ‘γώ δα τραγουδήσου
κι τι τραγούδι να σας πω, ν’ αρέσει η αφεντιά σας.
Χίλιες φορές ορκίστηκα να μην σας τραγουδήσου
αλλά για το χατίρι σας, τουν όρκου δα πατήσου.
Έρχουμι απ’ την Ανατολή μι μια χρυσή φριγάτα
πέντι πασιάδις είχαμι, όμορφα τραγουδούσαν.
Χαρείτι νιές, χαρείτι νιοί, τα δρουσιρά σας νιάτα,
‘ ιατί γουργά μαραίνουντι, φεύγουν π’ αναθιμάτα.
Να ‘ταν τα νιάτα δεύτιρα, να ‘ταν τα νιάτα τρίτα
τα νιάτα να πουλιούντανι, ξαγουρασμό δεν είχαν.
Ας τραγουδήσου κι ας χαρού τα έρημαμ’ τα νιάτα
‘ιατί δα ν’ άρθ(ει) ένας κιρός, να τα σκιπάσ(ει) η πλάκα».
«Τρώτι φίλοι μ’ κι πίνιτι κι ‘γώ δα τραγουδήσου
κι τι τραγούδι να σας πω, ν’ αρέσει η αφεντιά σας.
Χίλιες φορές ορκίστηκα να μην σας τραγουδήσου
αλλά για το χατίρι σας, τουν όρκου δα πατήσου.
Έρχουμι απ’ την Ανατολή μι μια χρυσή φριγάτα
πέντι πασιάδις είχαμι, όμορφα τραγουδούσαν.
Χαρείτι νιές, χαρείτι νιοί, τα δρουσιρά σας νιάτα,
‘ ιατί γουργά μαραίνουντι, φεύγουν π’ αναθιμάτα.
Να ‘ταν τα νιάτα δεύτιρα, να ‘ταν τα νιάτα τρίτα
τα νιάτα να πουλιούντανι, ξαγουρασμό δεν είχαν.
Ας τραγουδήσου κι ας χαρού τα έρημαμ’ τα νιάτα
‘ιατί δα ν’ άρθ(ει) ένας κιρός, να τα σκιπάσ(ει) η πλάκα».
Τα δωρίσματα και τα μαντηλώματα
Και ενώ συνεχιζόταν το γλέντι, ακολουθούσε το έθιμο με τα δωρίσματα της νύφης. Η κοπέλα της Θράκης, εκτός από τα μαντήλια του αρραβώνα της, ετοίμαζε κι αυτά που θα δώριζε στο σύντεκνο (κουμπάρο), στους μπράτιμους, στους συγγενείς και φίλους, σ’ όλους τούς καλεσμένους, αμέσως μετά τη στέψη της. Στον δεξί ώμο του καθένα θα σκάλωνε το μεγάλο — μαντήλι ή υφαντή πετσέτα— για να μη είναι κανένας αδώρητος όταν θ’ αραδιαστούν στο χορό. Τόσο μεγάλη ήταν η χρήση του μαντηλιού στ’ αρραβωνιάσματα και στο γάμο πού η τελετή αυτή με τα δώρα καθιερώθηκε να λέγεται «μαντηλώματα». Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν το έθιμο και ό όρος, αλλά τα μαντηλώματα στο περιεχόμενό τους έχουν διαφοροποιηθεί. Μπορεί να χαρίζονται και μαντήλια κεντημένα άλλα πολλά να είναι και τα είδη καθημερινής ανάγκης —κάλτσες, γραβάτες, πουκάμισα κ.ά.
Οι νεόνυμφοι λοιπόν (οι οποίοι, για να δείξουν τον σεβασμό τους στη νούνα και στο νούνου, όσες ώρες ήταν παρόντες, στέκονταν όρθιοι), ζητούσαν από δυο μπρατίμια μαζί με ένα μουσικό, χορεύοντας να πάνε και να φέρουν τον μουκρό το νούνου (αν υπήρχε μικρός νουνός) και τα δώρα που είχε τάξει στο κούτσουρο ο νούνους με τη νούνα. Η νύφη άνοιγε τα δώρα (τα οποία ήταν αραδιασμένα μέσα στη μισάουα το ένα πάνω στο άλλο, και ανάμεσα από το καθένα είχε τριμμένο ξερό βασιλικό) και άρχιζε να δωρίζει: Πρώτα το νούνου ένα πισκίρ(ι) (πετσέτα), τη νούνα ένα τσιουμπέρ(ι) (μαντήλα), στη συνέχεια τον πεθερό, την πεθερά, τον μπάτη και την κάκου (αν είχε ο γαμπρός μεγάλο αδελφό, και την γυναίκα του), τους μπασιάδις (τα αδέλφια του γαμπρού), σ’ μπούις (τις αδελφές του γαμπρού), τα μπρατίμια και τις μπρατίμσις από ένα μαντιλάκι ή μια πετσέτα. Μαντηλάκια έπαιρναν και όσοι ήταν καλεσμένοι από τη μάνα του γαμπρού, εφόσον ήταν η νύφη ευκατάστατη και είχε τη δυνατότητα να δωρίσει όλους τους καλεσμένους.
Μετά το φαγοπότι, άρχιζε ο χορός, με πρώτους το νούνου και τη νούνα, οι οποίοι επιδεικνύοντας το δώρο που τους δώρισε η νύφη, το συγκάθιζαν και το κρατούσαν ψηλά, για να το δουν όλοι. Το ίδιο έκαναν και όλοι όσοι έπαιρναν δώρο.
Οι νεόνυμφοι λοιπόν (οι οποίοι, για να δείξουν τον σεβασμό τους στη νούνα και στο νούνου, όσες ώρες ήταν παρόντες, στέκονταν όρθιοι), ζητούσαν από δυο μπρατίμια μαζί με ένα μουσικό, χορεύοντας να πάνε και να φέρουν τον μουκρό το νούνου (αν υπήρχε μικρός νουνός) και τα δώρα που είχε τάξει στο κούτσουρο ο νούνους με τη νούνα. Η νύφη άνοιγε τα δώρα (τα οποία ήταν αραδιασμένα μέσα στη μισάουα το ένα πάνω στο άλλο, και ανάμεσα από το καθένα είχε τριμμένο ξερό βασιλικό) και άρχιζε να δωρίζει: Πρώτα το νούνου ένα πισκίρ(ι) (πετσέτα), τη νούνα ένα τσιουμπέρ(ι) (μαντήλα), στη συνέχεια τον πεθερό, την πεθερά, τον μπάτη και την κάκου (αν είχε ο γαμπρός μεγάλο αδελφό, και την γυναίκα του), τους μπασιάδις (τα αδέλφια του γαμπρού), σ’ μπούις (τις αδελφές του γαμπρού), τα μπρατίμια και τις μπρατίμσις από ένα μαντιλάκι ή μια πετσέτα. Μαντηλάκια έπαιρναν και όσοι ήταν καλεσμένοι από τη μάνα του γαμπρού, εφόσον ήταν η νύφη ευκατάστατη και είχε τη δυνατότητα να δωρίσει όλους τους καλεσμένους.
Μετά το φαγοπότι, άρχιζε ο χορός, με πρώτους το νούνου και τη νούνα, οι οποίοι επιδεικνύοντας το δώρο που τους δώρισε η νύφη, το συγκάθιζαν και το κρατούσαν ψηλά, για να το δουν όλοι. Το ίδιο έκαναν και όλοι όσοι έπαιρναν δώρο.
Τα όργανα έπαιζαν ασταμάτητα, τα τραγούδια και οι χοροί έδιναν και έπαιρναν:
«Να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός, να ζήσει και ο κουμπάρος
Να ζήσουν κι οι συμπέθεροι να κάνουν κι άλλους γάμους…»
Και όταν η νύφη έσερνε το χορό όλοι της τραγουδούσαν:
«Νύφη μου καλορίζικη, νύφη μου να γεράσεις
Νύφη μου, με το νέο σου ωραία να περάσεις».
Όταν ερχόταν η σειρά του γαμπρού να πρωτοχορέψει ακουγόταν:
«Λεβέντης είσαι μάτια μου, λεβέντικα χορεύεις
Λεβέντικα πατάς στη γη και κουρνιαχτό δε παίρνεις».
Σε ένα τέτοιο τρανό γλέντι σαν το θρακιώτικο δεν θα μπορούσε να μην τραγουδηθούν και τα κουμπαριά:
«Σύντεκνε που στεφάνωσες κι έβαλες το στεφάνι
Να σ’αξιώσει ο Θεός να βάλεις και το λάδι
Κουμπάρα που στεφάνωσες με την πολλή χαρά
Να σ’αξιώσει ο Θεός να’σαι και στα παιδιά».
Χόρευαν χορούς συγκαθιστούς, μαντηλάτους, κουλουριαστούς, μπαϊντούσκα, καρσιλαμάδες και προς το τέλος του γλεντιού χόρευαν τον λαλήσιο (παραστασιακό χορό μίμησης ζώων: άλλος κάνει τον λαγό, άλλος τον λύκο, άλλος την αλεπού κ.τ.λ.). Οι πιο τολμηροί πιάνονταν στο χορό και άρχιζαν τα πιο τολμηρά τραγούδια για την περίσταση (περιείχαν βωμολοχίες κατάλοιπα των Διονυσιακών εθίμων και τελετών). Το γλέντι τελείωνε πάντα με χορούς ξέσυρτους (σιχτιρ καβασί) τους οποίους έπαιζαν οι μουσικοί σε γρήγορους ρυθμούς μέχρι το πρωί ώστε να κουραστεί ο κόσμος και να φύγει. Οι επιδέξιοι χορευτές και οι επιδέξιες χορεύτριες χόρευαν με δεξιοτεχνία και παίδευαν τους μουσικούς. Γινόταν δηλαδή ένας ανταγωνισμός ποιος θα κουραστεί πρώτος!
Αφού τελείωνε το γλέντι, ο νούνους με τη νούνα σηκώνονταν πρώτοι να χαιρετήσουν τη νύφη, την πλήρωναν και εκείνη με ευλάβεια τους φιλούσε το χέρι, και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι καλεσμένοι που τα συμπεθέρια τους ξεπροβόδιζαν και τους έλεγαν :
- Σας ευχαριστούμε και στα παιδιά σας
- Καλορίζικοι και στεριωμένοι να ‘ναι, απαντούσαν εκείνοι.
Έτσι τέλειωνε το γλέντι.
Πηγή: Θεοδώρα Σπ. Μηνούδη, ΘΡΑΚΗ Αντίλαλοι της Ανατολικής Ρωμυλίας, από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης.
«Να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός, να ζήσει και ο κουμπάρος
Να ζήσουν κι οι συμπέθεροι να κάνουν κι άλλους γάμους…»
Και όταν η νύφη έσερνε το χορό όλοι της τραγουδούσαν:
«Νύφη μου καλορίζικη, νύφη μου να γεράσεις
Νύφη μου, με το νέο σου ωραία να περάσεις».
Όταν ερχόταν η σειρά του γαμπρού να πρωτοχορέψει ακουγόταν:
«Λεβέντης είσαι μάτια μου, λεβέντικα χορεύεις
Λεβέντικα πατάς στη γη και κουρνιαχτό δε παίρνεις».
Σε ένα τέτοιο τρανό γλέντι σαν το θρακιώτικο δεν θα μπορούσε να μην τραγουδηθούν και τα κουμπαριά:
«Σύντεκνε που στεφάνωσες κι έβαλες το στεφάνι
Να σ’αξιώσει ο Θεός να βάλεις και το λάδι
Κουμπάρα που στεφάνωσες με την πολλή χαρά
Να σ’αξιώσει ο Θεός να’σαι και στα παιδιά».
Χόρευαν χορούς συγκαθιστούς, μαντηλάτους, κουλουριαστούς, μπαϊντούσκα, καρσιλαμάδες και προς το τέλος του γλεντιού χόρευαν τον λαλήσιο (παραστασιακό χορό μίμησης ζώων: άλλος κάνει τον λαγό, άλλος τον λύκο, άλλος την αλεπού κ.τ.λ.). Οι πιο τολμηροί πιάνονταν στο χορό και άρχιζαν τα πιο τολμηρά τραγούδια για την περίσταση (περιείχαν βωμολοχίες κατάλοιπα των Διονυσιακών εθίμων και τελετών). Το γλέντι τελείωνε πάντα με χορούς ξέσυρτους (σιχτιρ καβασί) τους οποίους έπαιζαν οι μουσικοί σε γρήγορους ρυθμούς μέχρι το πρωί ώστε να κουραστεί ο κόσμος και να φύγει. Οι επιδέξιοι χορευτές και οι επιδέξιες χορεύτριες χόρευαν με δεξιοτεχνία και παίδευαν τους μουσικούς. Γινόταν δηλαδή ένας ανταγωνισμός ποιος θα κουραστεί πρώτος!
Αφού τελείωνε το γλέντι, ο νούνους με τη νούνα σηκώνονταν πρώτοι να χαιρετήσουν τη νύφη, την πλήρωναν και εκείνη με ευλάβεια τους φιλούσε το χέρι, και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι καλεσμένοι που τα συμπεθέρια τους ξεπροβόδιζαν και τους έλεγαν :
- Σας ευχαριστούμε και στα παιδιά σας
- Καλορίζικοι και στεριωμένοι να ‘ναι, απαντούσαν εκείνοι.
Έτσι τέλειωνε το γλέντι.
Πηγή: Θεοδώρα Σπ. Μηνούδη, ΘΡΑΚΗ Αντίλαλοι της Ανατολικής Ρωμυλίας, από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης.