Μόλις έφθαναν, η κουμπάρα έδινε φιλοδώρημα στις « μπρατίμισσες», για να της επιτρέψουν να μπει στο δωμάτιο της νύφης. Εκεί την στόλιζε με τέλια, γιρλάντες και πέπλο και οι κοπέλες τραγουδούσαν:
«Σε γέλασαν μανούλα μ’, σε πήραν το παιδί σου,
Σε πήραν την τριανταφυλλιά μέσα από την αυλή σου»
«Σε γέλασαν μωρ’ μάνη μ’, σι πήραν την κουπέλα
Για ένα ζευγάρ’ παντούφλες , για ένα δαχτυλίδι»
«Στη σκάλα που θα κατεβείς, να μην αναστενάξεις
Γιατί εδώ γεννήθηκες κι αλλού πας να γεράσεις»
Ή
«Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ξεχωρίζεται
μάνα απ’ τη θυγατέρα.
Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς,
να μην την εμαλώνεις,
σαν το βασιλικό στη Γη,
να την εκαμαρώνεις».
«Σε γέλασαν μανούλα μ’, σε πήραν το παιδί σου,
Σε πήραν την τριανταφυλλιά μέσα από την αυλή σου»
«Σε γέλασαν μωρ’ μάνη μ’, σι πήραν την κουπέλα
Για ένα ζευγάρ’ παντούφλες , για ένα δαχτυλίδι»
«Στη σκάλα που θα κατεβείς, να μην αναστενάξεις
Γιατί εδώ γεννήθηκες κι αλλού πας να γεράσεις»
Ή
«Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ξεχωρίζεται
μάνα απ’ τη θυγατέρα.
Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς,
να μην την εμαλώνεις,
σαν το βασιλικό στη Γη,
να την εκαμαρώνεις».
Ο γαμπρός μαζί με τον παράγαμπρο, προσκυνούσαν τρείς φορές έξω από την πόρτα της νύφης (σε άλλα χωριά πάλι η νύφη που έβγαινε από το σπίτι της προσκυνούσε τρεις φορές έξω από την πόρτα της). Η πόρτα τότε άνοιγε και η νύφη έβλεπε τον γαμπρό μέσα από ένα καθρέφτη (μαγικοθρησκευτικό είδωλο μέσα από το οποίο έβλεπε η νύφη την ονειρική σχέση που θα δημιουργούσε με τον άνθρωπο που θα περνούσε όλη της τη ζωή). Το πρώτο πράγμα που έκανε η νύφη ήταν να ρίξει κρασί στη γη για ευώδωση του βίου τους ενώ, σε άλλες περιοχές της Θράκης ο γαμπρός έκανε τρία βήματα και έπιανε την νύφη απ’ το χέρι. Της προσέφερε το δαχτυλίδι μαζί με ένα φλουρί. Η νύφη έβγαινε στο κατώφλι του σπιτιού της ενώ έπαιζαν τα όργανα, κρατώντας στο δεξί της χέρι ένα μήλο στο οποίο ήταν μπηγμένα διάφορα κέρματα και με στο αριστερό της χέρι έναν καθρέφτη. Περνούσε το μήλο τρεις φορές γύρω από τον καθρέφτη, προσποιούμενη ότι θα το πετάξει. Την τρίτη φορά το πετούσε στο συγκεντρωμένο πλήθος και αν το μήλο το έπιανε άνδρας, τότε σύμφωνα με το έθιμο, το πρώτο παιδί του ζευγαριού θα ήταν αγόρι, διαφορετικά θα ήταν κορίτσι. Επειδή οι άνδρες είχαν τα πρωτεία και ήταν στην πρώτη γραμμή και η επιθυμία για το αγόρι ήταν μεγάλη, το μήλο το έπιανε συνήθως άνδρας. Το μήλο με τα κέρματα, συμβόλιζε τις κακές συνήθειες που είχε η νύφη όσο ήταν ελεύθερη, και με το πέταμα του μήλου, πετούσε και τις παλιές της συνήθειες κι έτσι απαλλασσόταν από το παρελθόν, για να αρχίσει μια καινούργια ζωή (σε άλλα χωριά το έθιμο αυτό γινόταν μετά την εκκλησία στο σπίτι του γαμπρού).
Αφού τελείωνε και αυτή η διαδικασία, η νύφη χαιρετούσε τρεις φορές τους γονείς της, έσκυβε μπροστά τους με ευλάβεια, και εκείνοι την σταύρωναν τρεις φορές και την χτυπούσαν στην πλάτη, η δε μάνα ξεπροβοδούσε την κόρη ρίχνοντας μπροστά της μια φούχτα ρύζι, για να ριζώσει ο γάμος.
Ο αποχαιρετισμός μάνας-κόρης
Σε κάποιες περιοχές ο αποχωρισμός μάνας-κόρης γίνεται τη στιγμή που έφτανε η πομπή του γάμου στο σπίτι της νύφης. Τα κορίτσια έκλειναν την πόρτα του σπιτιού της μέχρις ότου ο γαμπρός δώσει ένα χρηματικό ποσόν. Αυτό ήταν το λεγόμενο «πούλημα της νύφης». Όταν άνοιγαν επιτέλους την πόρτα κι έμπαινε ο γαμπρός, η πεθερά του έδινε τρία χτυπήματα στην πλάτη. Κατόπιν έραινε σταυρωτά την νύφη, με ρύζι και καραμέλες, τρείς φορές.
«Θέλεις ράνε με, γλυκιά μου μάνα, θέλεις ράνε με μαργαριτάρι.
Θέλεις βάλε με, γλυκιά μου μάνα, κι αργυρό σταυρό να με φυλάγει
Έβγα ν’ έβγα μωρ’ μάνη μ, να δγιείς πώς τρέμ’ ο ήλιος,
Πώς τρέμ’, πως κυματίζει ώσπου να βασιλέψει.
Σε γέλασαν μωρ’ μάνη μ’ , σε πήραν την κοπέλα,
Για ένα ζευγάρ’ παντούφλις, για ένα δαχτυλίδι.»
Θέλεις βάλε με, γλυκιά μου μάνα, κι αργυρό σταυρό να με φυλάγει
Έβγα ν’ έβγα μωρ’ μάνη μ, να δγιείς πώς τρέμ’ ο ήλιος,
Πώς τρέμ’, πως κυματίζει ώσπου να βασιλέψει.
Σε γέλασαν μωρ’ μάνη μ’ , σε πήραν την κοπέλα,
Για ένα ζευγάρ’ παντούφλις, για ένα δαχτυλίδι.»
Η μάνα της νύφης την έπιανε από το δεξί χέρι, την πήγαινε τρία βήματα μπροστά και την έβαζε να χορέψει. Αφού χόρευε τρείς γύρους, σταματούσε, την έπιανε ο γαμπρός «αγκαζέ», και ξεκινούσαν για την εκκλησία. Την ώρα του χορού γινόταν και το ασήμωμα της νύφης. Κάθε ένας που ήθελε καρφίτσωνε πάνω στη φορεσιά της φλουριά ή μεταγενέστερα χρήματα.
Την ώρα που η νύφη έφευγε από το πατρικό της σπίτι, οι μπρατίμσις τη φώναζαν να γυρίσει, να κοιτάξει πίσω της τρεις φορές, ώστε τα παιδιά που θα φέρει στον κόσμο να μοιάζουν στο δικό της σόι. Σε κάποια χωριά η μητέρα της νύφης, όταν ξεκινούσε η πομπή των νεόνυμφων για την εκκλησία, έκανε δύο τελετουργικές, μαγικοθρησκευτικές πράξεις. Η μια αφορά το κόσκινο και γίνεται για να κοσκινίζουν με αυτό το χρυσό, τα φλουριά και τα καλά της ζωής τους. Το δεύτερο αφορά το νερό που η μητέρα χύνει στο χώμα για να φύγει η νύφη απ’ το σπίτι χαρούμενη και γάργαρη όπως το νερό και έτσι να είναι και η ζωή τους.
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι την εκκλησία ο κόσμος ραίνει το ζευγάρι με ρύζι και λουλούδια, τραγουδάει σκοπούς της χαράς και χορεύει. Μπροστά από τους νεόνυμφους χόρευαν τα παλικάρια και οι κοπέλες χορούς συγκαθιστούς και μαντηλάτους. (Στη Δυτ.Θράκη, οι γυναίκες χόρευαν κρατώντας καθρέφτη που συμβόλιζε την καθαρότητα της νύφης, στολισμένες σκούπες από ψάθα κι ένα σταυρό φτιαγμένο από δυο κλωνάρια στολισμένο με μήλα, πορτοκάλια, λουλούδια και πολύχρωμες φούντες).
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι την εκκλησία ο κόσμος ραίνει το ζευγάρι με ρύζι και λουλούδια, τραγουδάει σκοπούς της χαράς και χορεύει. Μπροστά από τους νεόνυμφους χόρευαν τα παλικάρια και οι κοπέλες χορούς συγκαθιστούς και μαντηλάτους. (Στη Δυτ.Θράκη, οι γυναίκες χόρευαν κρατώντας καθρέφτη που συμβόλιζε την καθαρότητα της νύφης, στολισμένες σκούπες από ψάθα κι ένα σταυρό φτιαγμένο από δυο κλωνάρια στολισμένο με μήλα, πορτοκάλια, λουλούδια και πολύχρωμες φούντες).
Μετά το στεφάνωμα οι νεόνυμφοι επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού όπου και θα κατοικούσαν. Τα μπρατίμια πήγαιναν και έπαιρναν την μισάουα (δέμα) με τα δωρήματα, που θα δώριζε η νύφη στο σόι του γαμπρού (η μισάουα ήταν ένα μικρό τραπεζομαντιλάκι και εκεί μέσα τύλιγαν τα δώρα). Μετά το πέρας της στέψης, πρώτοι έβγαιναν οι δύο μπράτμ(οι) οι οποίοι έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς το σπίτι του γαμπρού, για να πάρουν από τους γονείς του το πιαλτίκ(ι) (ανταμοιβή) και να τους ανακοινώσουν ότι τελέστηκε το μυστήριο. Οι γονείς έδιναν για ανταμοιβή, στον έναν άσπρο μαντήλι, που στη μια γωνία είχαν δεμένα σε κόμπο λίγα κέρματα, και στον άλλο μία κανάτα με κρασί. Οι μπράτμ(οι), αφού έπαιρναν το πιαλτίκ(ι), ξαναγύριζαν πάλι τρέχοντας στο πλήθος και κερνούσαν πρώτα το νούνου και τη νούνα, οι οποίοι τους φιλοδώριζαν, ύστερα κερνούσαν τους καλεσμένους, βάζοντας το μαντήλι στον δεξιό ώμο του καθενός, και αυτή η κίνηση συμβόλιζε την τελική συγκατάθεση του πεθερού και της πεθεράς, για το μυστήριο που τελέστηκε.
Όταν η πομπή έφτανε στο σπίτι του γαμπρού, ένας μπράτμους περίμενε στην είσοδο, έχοντας μπροστά στα πόδια του ένα κούτσουρου (κορμό δένδρου) κι ένα τσεκούρι για τα ταξίματα. Πρώτος έπρεπε να τάξει ο νούνους που ήταν και το τιμώμενο πρόσωπο, ύστερα η νούνα, ακολουθούσε ο πεθερός, η πεθερά και τελευταία τα συμπεθέρια. Σε κάθε τάξιμο, ο μπράτμους χτυπούσε μία τσεκουριά στο κούτσουρο, και μ’ αυτόν τον τρόπο επικύρωνε το τάξιμο.
Μόλις τέλειωναν τα ταξίματα, πρώτοι έμπαιναν οι νεόνυμφοι μέσα στην αυλή. Ο πεθερός και η πεθερά τους υποδέχονταν, φιλούσαν τα στέφανα της νύφης, διότι σύμφωνα με το έθιμο, οι γονείς του γαμπρού δεν πήγαιναν στην εκκλησία να παρακολουθήσουν την τέλεση του μυστηρίου.
Στη Βιζύη τραγουδούσαν:
«Άστρα μου χαμηλώσυρτε και σύννεφα διαβείτε
Για να περάσ’ η νιόνυφη κι ύστερις περπατείτε.
Κατέβα μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης
Για να ιδείς το γιόκα σου και την καινούρια νύφη σ’»
Η πεθερά κρατούσε ένα ψωμί στο χέρι κι ένα μπουκάλι κρασί που τους τα έβαζε στην μασχάλη τους για να μην τους λείψουν από τη ζωή. Επίσης τους έδινε από μια κουταλιά γλυκό του κουταλιού ή μέλι για να είναι γλυκιά η ζωή τους και τους έραινε με ρύζι και κουφέτα. Μετά, πετούσε το πιάτο που περιείχε το ρύζι. Αν το πιάτο έπεφτε «μπρούμυτα», το πρώτο τους παιδί θα είναι αγόρι, αν όχι, κορίτσι. Έπειτα, δώριζε στη νύφη ένα φόρεμα, και της έδινε να πάρει στην αγκαλιά της ένα αγοράκι. Τέλος, έβαζε ένα σίδερο να πατήσουν οι νεόνυμφοι καθώς έμπαιναν στο νέο τους σπιτικό για να ‘ναι γεροί.
Σε κάποια χωριά η πεθερά οδηγούσε το ζευγάρι στην είσοδο του σπιτιού, κρατώντας ένα πιατάκι με μέλι ή οποιοδήποτε άλλο γλυκό, το οποίο έδινε στη νύφη, εκείνη έπαιρνε λίγο με το δάχτυλό της και έκανε στο επάνω μέρος της πόρτας έναν σταυρό, για να είναι γλυκά τα λόγια που θα ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι δύο γυναίκες. Στη συνέχεια τους περνούσε επάνω από τον άλτσο. Ο άλτσος ήταν μια σιδερόβεργα (γάντζος), την οποία έβαζαν στην είσοδο του σπιτιού να την περάσουν οι νεόνυμφοι, για να είναι σιδερένιοι, να μην αρρωσταίνουν ποτέ, και έπειτα τους οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί τους έβαζε να σταθούν επάνω στο τσόλ(ι), (χονδρό υφαντό ύφασμα φτιαγμένο από γιδόμαλλο), που συμβόλιζε τη σταθερότητα του γάμου, υγεία και μακροημέρευση.
Οι καλεσμένοι εύχονταν:
«Να ζήσουν, να γεράσουνε…
Στεριωμένοι να’ ναι και χαρούμενοι
Να ζήσετε, παιδιά, να ευτυχείτε».
Πηγή: Θεοδώρα Σπ. Μηνούδη, ΘΡΑΚΗ Αντίλαλοι της Ανατολικής Ρωμυλίας, από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης.
Όταν η πομπή έφτανε στο σπίτι του γαμπρού, ένας μπράτμους περίμενε στην είσοδο, έχοντας μπροστά στα πόδια του ένα κούτσουρου (κορμό δένδρου) κι ένα τσεκούρι για τα ταξίματα. Πρώτος έπρεπε να τάξει ο νούνους που ήταν και το τιμώμενο πρόσωπο, ύστερα η νούνα, ακολουθούσε ο πεθερός, η πεθερά και τελευταία τα συμπεθέρια. Σε κάθε τάξιμο, ο μπράτμους χτυπούσε μία τσεκουριά στο κούτσουρο, και μ’ αυτόν τον τρόπο επικύρωνε το τάξιμο.
Μόλις τέλειωναν τα ταξίματα, πρώτοι έμπαιναν οι νεόνυμφοι μέσα στην αυλή. Ο πεθερός και η πεθερά τους υποδέχονταν, φιλούσαν τα στέφανα της νύφης, διότι σύμφωνα με το έθιμο, οι γονείς του γαμπρού δεν πήγαιναν στην εκκλησία να παρακολουθήσουν την τέλεση του μυστηρίου.
Στη Βιζύη τραγουδούσαν:
«Άστρα μου χαμηλώσυρτε και σύννεφα διαβείτε
Για να περάσ’ η νιόνυφη κι ύστερις περπατείτε.
Κατέβα μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης
Για να ιδείς το γιόκα σου και την καινούρια νύφη σ’»
Η πεθερά κρατούσε ένα ψωμί στο χέρι κι ένα μπουκάλι κρασί που τους τα έβαζε στην μασχάλη τους για να μην τους λείψουν από τη ζωή. Επίσης τους έδινε από μια κουταλιά γλυκό του κουταλιού ή μέλι για να είναι γλυκιά η ζωή τους και τους έραινε με ρύζι και κουφέτα. Μετά, πετούσε το πιάτο που περιείχε το ρύζι. Αν το πιάτο έπεφτε «μπρούμυτα», το πρώτο τους παιδί θα είναι αγόρι, αν όχι, κορίτσι. Έπειτα, δώριζε στη νύφη ένα φόρεμα, και της έδινε να πάρει στην αγκαλιά της ένα αγοράκι. Τέλος, έβαζε ένα σίδερο να πατήσουν οι νεόνυμφοι καθώς έμπαιναν στο νέο τους σπιτικό για να ‘ναι γεροί.
Σε κάποια χωριά η πεθερά οδηγούσε το ζευγάρι στην είσοδο του σπιτιού, κρατώντας ένα πιατάκι με μέλι ή οποιοδήποτε άλλο γλυκό, το οποίο έδινε στη νύφη, εκείνη έπαιρνε λίγο με το δάχτυλό της και έκανε στο επάνω μέρος της πόρτας έναν σταυρό, για να είναι γλυκά τα λόγια που θα ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι δύο γυναίκες. Στη συνέχεια τους περνούσε επάνω από τον άλτσο. Ο άλτσος ήταν μια σιδερόβεργα (γάντζος), την οποία έβαζαν στην είσοδο του σπιτιού να την περάσουν οι νεόνυμφοι, για να είναι σιδερένιοι, να μην αρρωσταίνουν ποτέ, και έπειτα τους οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί τους έβαζε να σταθούν επάνω στο τσόλ(ι), (χονδρό υφαντό ύφασμα φτιαγμένο από γιδόμαλλο), που συμβόλιζε τη σταθερότητα του γάμου, υγεία και μακροημέρευση.
Οι καλεσμένοι εύχονταν:
«Να ζήσουν, να γεράσουνε…
Στεριωμένοι να’ ναι και χαρούμενοι
Να ζήσετε, παιδιά, να ευτυχείτε».
Πηγή: Θεοδώρα Σπ. Μηνούδη, ΘΡΑΚΗ Αντίλαλοι της Ανατολικής Ρωμυλίας, από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης.