Λίγες μέρες προτού γίνει ο αρραβώνας οι γονείς του γαμπρού και της νύφης, αφού συνεννοηθούν θα κατέβουν στην Πόλη για να κάνουν τις απαραίτητες ετοιμασίες και την αγορά των δώρων που θα ανταλλάξουν. Ο αρραβώνας, φυσικά, θα γίνει στο σπίτι της νύφης. Ο γαμπρός θα πάει φορτωμένος με πολλά δώρα. Γι' αυτό και οι ετοιμασίες στο σπίτι δίνουν και παίρνουν. Σφάζει ένα αρνί και το κάνει γεμιστό, για να το πάει ολόκληρο στο σπίτι της καλούδας του. Το βάζει σ' ένα μεγάλο ταψί και το σκεπάζει με ένα κόκκινο μάλλινο κρασάτο μαντήλι. Ένα άλλο ταψί (σοφρά) το γεμίζει με πολλές και διάφορες καραμέλες. Ένα πιάτο μαστίχα μέσα στην οποία έχει κρύψει ένα χρυσό νόμισμα, κρυφό δώρο του στη νύφη, στη καλή του. Και ένας τρίτος σοφράς γεμάτος με δώρα της νύφης τα οποία είναι κάλτσες, παπούτσια, καλλυντικά και άλλα πολλά. Στο σπίτι της νύφης όλα είναι έτοιμα. Η νύφη λούστηκε και φόρεσε τα καλά της:
Μια Ντιρνιλούδα κι ωχ αμάν-αμάν
μια Ντιρνιλούδα λούζουνταν
Κι η μάνα της την έπλεκε,
και για νερό την έστελνε.
Σύρε κόρη μ' τη στάμνα σου,
σύρε να φερς κρύο νερό.
Θα 'ρθουν τα συμπεθέρια κουρασμένα από το δρόμο και θα χρειαστούν κρύο νερό για να δροσιστούν. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, θέλουν να δουν αν η νύφη που θα κάνουν είναι νοικοκυρά, θέλουν να διαπιστώσουν αν όταν αυτοί δουλεύουν το καλοκαίρι στα χωράφια τους σκέφτεται. Αφού όλα ετοιμαστούν θα σχηματισθεί μια πομπή από το σόι του γαμπρού, στην οποία μπροστά πηγαίνει η πεθερά. Εδώ θα πρέπει να πούμε πως σε πολλά χωριά η πομπή αυτή αποτελείται μόνο από γυναίκες. Ακόμα και το γαμπρό δεν τον αφήνουν να τους ακολουθήσει. Τα δώρα τα κρατούν τρεις κοπέλες. Οι συγγενείς της νύφης ειδοποιημένοι από πριν περιμένουν στην αυλή του σπιτιού. Η πόρτα τους είναι κλεισμένη με τσαλιά (αγκάθια) για να παρουσιάσουν εμπόδια στους επισκέπτες και να καθυστερήσουν έτσι το γεγονός. Οι επισκέπτες για να πετύχουν το "άνοιγμα της πόρτας" εγκωμιάζουν το γαμπρό και την οικογένειά του.
Άνοιξαν όλα τα δέντρα μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
κι δυο μυγδαλιές μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Άνοιξε και γω καρδούλα μ' μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
σαν τριαντάφυλλο, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Βλέπω κόρη που κοιμάται μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
σε χρυσό χαλί μαύρα τα μάτια θα διαβούν.
Έσκυψα να τη φιλήσω, μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
δεν το δέχτηκε, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Πού ήσαν ξένε μ' τόσην ώρα, μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
όντα κρύωνα, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Μέσα από μια στιχομυθία εγκωμίων κι από τις δυο μεριές η πόρτα άνοιγε. Τότε μια συγγενής του γαμπρού έπεφτε λιπόθυμη ζητώντας από τη νύφη να της φέρει κρύο νερό που, όπως είπαμε, την έστειλε η μητέρα της να φέρει. Η νύφη, όμως, δεν εμφανίζεται, παραμένοντας κρυμμένη σε κάποιο κρυφό μέρος του σπιτιού. Το σόι, όμως, του γαμπρού επιμένει. Τότε παραπλανητικά και για να διασκεδάσουν φέρνουν μια κοπέλα, μια δεύτερη και μια τρίτη. Φυσικά η πλευρά του γαμπρού που γνωρίζει τη νύφη, διώχνει τις κοπέλες ώσπου εμφανίζεται ομορφοστολισμένη, με ό,τι ωραίο και πολύτιμο σε φόρεμα και ασημικά έχει και πηγαίνει κατευθείαν στην πεθερά με τα χρυσαφικά που έχει φέρει και που είναι δώρα του γαμπρού. Στη συνέχεια καλωσορίζει όλες τις γυναίκες φιλώντας το χέρι τους αρχίζοντας, φυσικά, από την πεθερά της. Φιλώντας τα χέρια των γυναικών κάνει και μια υπόκλιση, ενώ εκείνες με τη σειρά τους της δίνουν ευχές και χρήματα που έχουν κάτω από την παλάμη τους. Έπειτα, τα χειροφιλήματα ακολουθεί το τραπέζι με πρώτο φαγητό το αρνί του γαμπρού και στη συνέχεια σερβίρεται ό,τι έχει ετοιμάσει η νύφη.
Ήρθα στον τόπο που 'θελα
τον τόπο σας δεν άρεσα.
πώχουν λαλές χελιδονολαλιές
Λαλές που σκίζουν τα βουνά,
σκίζουν βουνά και ρεματιές.
Μέσα στη βδομάδα ο πατέρας της νύφης θα στείλει ένα συγγενικό πρόσωπο με ένα μπουκάλι ούζο και θα καλέσει το γαμπρό στο σπίτι για να γνωριστούν και να φάνε παρέα. Ο γαμπρός που με αδημονία περιμένει τη στιγμή αυτή δέχεται, φυσικά, ευχαρίστως και επισκέπτεται τη νύφη συνοδευόμενος από κάποιο φίλο του.
Τώρα ο καιρός καλέ Χρυσούλα, τώρα ο καιρός φθινοπωριάζει,
τα κορίτσια αρραβωνιάζουν, θ' αρραβωνιάσει κι η Χρυσούλα.
Θ' αρραβωνιάσει κι η Χρυσούλα και θα πάρει το Νικόλα,
κι ο Νικόλας προβοδάει στ' Δήμαρχο τη θυγατέρα.
Κι η Χρυσή καλέ Χρυσούλα, κι η Χρυσή τη στράτα παίρνει,
στο τρανό το γκιολ' πααίνει.
Γκιόλι μου ,τρανό μου γκιόλι, τίνος νιάτα θα χαθούνε.
Στο σπίτι του ο πεθερός θα υποδεχτεί το γαμπρό και θα δεχτεί ένα ποτηράκι μέντα ή και ούζο ακόμα. Η ευχαρίστηση του πεθερού θα εκδηλωθεί με ένα δαχτυλίδι που θα δώσει στο γαμπρό. Και με τη σειρά της τώρα η νύφη παρουσιάζεται και καλωσορίζει το γαμπρό, τον οποίο πολλές φορές έβλεπε για πρώτη φορά, εκείνος με τη σειρά του της δίνει κάποιο χρυσαφικό. Η συνάντηση αυτή τα χρόνια εκείνα ήταν η πρώτη και η τελευταία μέχρι που να γίνει η χαρά.
Πηγή: Γιώργος Κεμαλάκης (alex.eled.duth.gr)
Μια Ντιρνιλούδα κι ωχ αμάν-αμάν
μια Ντιρνιλούδα λούζουνταν
Κι η μάνα της την έπλεκε,
και για νερό την έστελνε.
Σύρε κόρη μ' τη στάμνα σου,
σύρε να φερς κρύο νερό.
Θα 'ρθουν τα συμπεθέρια κουρασμένα από το δρόμο και θα χρειαστούν κρύο νερό για να δροσιστούν. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, θέλουν να δουν αν η νύφη που θα κάνουν είναι νοικοκυρά, θέλουν να διαπιστώσουν αν όταν αυτοί δουλεύουν το καλοκαίρι στα χωράφια τους σκέφτεται. Αφού όλα ετοιμαστούν θα σχηματισθεί μια πομπή από το σόι του γαμπρού, στην οποία μπροστά πηγαίνει η πεθερά. Εδώ θα πρέπει να πούμε πως σε πολλά χωριά η πομπή αυτή αποτελείται μόνο από γυναίκες. Ακόμα και το γαμπρό δεν τον αφήνουν να τους ακολουθήσει. Τα δώρα τα κρατούν τρεις κοπέλες. Οι συγγενείς της νύφης ειδοποιημένοι από πριν περιμένουν στην αυλή του σπιτιού. Η πόρτα τους είναι κλεισμένη με τσαλιά (αγκάθια) για να παρουσιάσουν εμπόδια στους επισκέπτες και να καθυστερήσουν έτσι το γεγονός. Οι επισκέπτες για να πετύχουν το "άνοιγμα της πόρτας" εγκωμιάζουν το γαμπρό και την οικογένειά του.
Άνοιξαν όλα τα δέντρα μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
κι δυο μυγδαλιές μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Άνοιξε και γω καρδούλα μ' μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
σαν τριαντάφυλλο, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Βλέπω κόρη που κοιμάται μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
σε χρυσό χαλί μαύρα τα μάτια θα διαβούν.
Έσκυψα να τη φιλήσω, μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
δεν το δέχτηκε, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Πού ήσαν ξένε μ' τόσην ώρα, μωρ' γυαλένια μ' κρουσταλλένια μ'
όντα κρύωνα, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Μέσα από μια στιχομυθία εγκωμίων κι από τις δυο μεριές η πόρτα άνοιγε. Τότε μια συγγενής του γαμπρού έπεφτε λιπόθυμη ζητώντας από τη νύφη να της φέρει κρύο νερό που, όπως είπαμε, την έστειλε η μητέρα της να φέρει. Η νύφη, όμως, δεν εμφανίζεται, παραμένοντας κρυμμένη σε κάποιο κρυφό μέρος του σπιτιού. Το σόι, όμως, του γαμπρού επιμένει. Τότε παραπλανητικά και για να διασκεδάσουν φέρνουν μια κοπέλα, μια δεύτερη και μια τρίτη. Φυσικά η πλευρά του γαμπρού που γνωρίζει τη νύφη, διώχνει τις κοπέλες ώσπου εμφανίζεται ομορφοστολισμένη, με ό,τι ωραίο και πολύτιμο σε φόρεμα και ασημικά έχει και πηγαίνει κατευθείαν στην πεθερά με τα χρυσαφικά που έχει φέρει και που είναι δώρα του γαμπρού. Στη συνέχεια καλωσορίζει όλες τις γυναίκες φιλώντας το χέρι τους αρχίζοντας, φυσικά, από την πεθερά της. Φιλώντας τα χέρια των γυναικών κάνει και μια υπόκλιση, ενώ εκείνες με τη σειρά τους της δίνουν ευχές και χρήματα που έχουν κάτω από την παλάμη τους. Έπειτα, τα χειροφιλήματα ακολουθεί το τραπέζι με πρώτο φαγητό το αρνί του γαμπρού και στη συνέχεια σερβίρεται ό,τι έχει ετοιμάσει η νύφη.
Ήρθα στον τόπο που 'θελα
τον τόπο σας δεν άρεσα.
πώχουν λαλές χελιδονολαλιές
Λαλές που σκίζουν τα βουνά,
σκίζουν βουνά και ρεματιές.
Μέσα στη βδομάδα ο πατέρας της νύφης θα στείλει ένα συγγενικό πρόσωπο με ένα μπουκάλι ούζο και θα καλέσει το γαμπρό στο σπίτι για να γνωριστούν και να φάνε παρέα. Ο γαμπρός που με αδημονία περιμένει τη στιγμή αυτή δέχεται, φυσικά, ευχαρίστως και επισκέπτεται τη νύφη συνοδευόμενος από κάποιο φίλο του.
Τώρα ο καιρός καλέ Χρυσούλα, τώρα ο καιρός φθινοπωριάζει,
τα κορίτσια αρραβωνιάζουν, θ' αρραβωνιάσει κι η Χρυσούλα.
Θ' αρραβωνιάσει κι η Χρυσούλα και θα πάρει το Νικόλα,
κι ο Νικόλας προβοδάει στ' Δήμαρχο τη θυγατέρα.
Κι η Χρυσή καλέ Χρυσούλα, κι η Χρυσή τη στράτα παίρνει,
στο τρανό το γκιολ' πααίνει.
Γκιόλι μου ,τρανό μου γκιόλι, τίνος νιάτα θα χαθούνε.
Στο σπίτι του ο πεθερός θα υποδεχτεί το γαμπρό και θα δεχτεί ένα ποτηράκι μέντα ή και ούζο ακόμα. Η ευχαρίστηση του πεθερού θα εκδηλωθεί με ένα δαχτυλίδι που θα δώσει στο γαμπρό. Και με τη σειρά της τώρα η νύφη παρουσιάζεται και καλωσορίζει το γαμπρό, τον οποίο πολλές φορές έβλεπε για πρώτη φορά, εκείνος με τη σειρά του της δίνει κάποιο χρυσαφικό. Η συνάντηση αυτή τα χρόνια εκείνα ήταν η πρώτη και η τελευταία μέχρι που να γίνει η χαρά.
Πηγή: Γιώργος Κεμαλάκης (alex.eled.duth.gr)
Άλλες φορές πάλι, ο γαμπρός καλούσε πολλούς συγγενείς και φίλους και η νύφη ήταν υποχρεωμένη να προσφέρει δώρα σε όλους τους καλεσμένους του γαμπρού. Μπροστά πήγαινε ο προξενητής με τη γυναίκα του, ακολουθούσε ο γαμπρός, οι γονείς και οι συγγενείς. Ήταν μια πομπή επίσημη με τα δώρα που τα στόλιζαν με δαντέλες και κεντήματα. Όταν έφθαναν στο σπίτι της νύφης, τα συμπεθέρια άνοιγαν τις πόρτες, οι γονείς έβγαιναν με τα αδέλφια κι άλλους συγγενείς να υποδεχτούν την οικογένεια και τους καλεσμένους του γαμπρού στη σκάλα. Μετά τα καλωσορίσματα περνούσαν στην καλή κάμαρα και καθόντουσαν γύρω στα μιντέρια βάζοντας στη μέση τα δώρα του γαμπρού. Μετά η θεία έφερνε τη νύφη κατακόκκινη από ντροπή και με τα μάτια χαμηλωμένα. Θα καλωσορίσει τους ξένους ευγενικά και με μεγάλη συστολή θα φιλήσει το χέρι του γαμπρού, του πεθερού, της πεθεράς, του πατέρα, της μητέρας, της θείας, του θείου και όλων όσων παρευρίσκοντο εκεί, ακόμη και μικρών παιδιών για να την θυμούνται που έγινε νύφη. Όλοι θα τη φιλοδωρήσουν με νομίσματα, φλουριά, κ.λ.π.. Έπειτα θα έρθουν τα κεράσματα. Η ίδια η νύφη, βοηθούμενη από τις γυναίκες του σπιτιού, θα κεράσει όλον τον κόσμο.
Η νύφη κερνάει από το κρασί που έφερε ο γαμπρός, ξεκινώντας από τον πεθερό. Ο πεθερός εύχεται: Συμπέθερε, να τους χαιρόμαστε, να ζήσουν, να γεράσουν, καλή αγάπη να έχουν. Πίνει λίγο κρασί και ρίχνει μέσα στο ποτήρι ξένιασμα, φλουριά πεντακόσια, χίλια γρόσια. Ύστερα θα πιουν και θα ευχηθούν καλά στέφανα. Η νύφη θα βγει έξω θα φορέσει τα φλουριά και θα κεράσει γλυκό.
Μετά τα κεράσματα η θεία και μια άλλη γυναίκα θα φέρουν στη μέση του δωματίου τα δώρα της νύφης και θα αρχίσουν να τα δίνουν στον καθένα χωριστά. Στον πεθερό χαρίσματα θα είναι μαντήλι, κάλτσες και καπνοσακούλα και στην πεθερά μαντήλι, κάλτσες και φακιόλι. Στη μέση μένουν τα δώρα που δίνει η νύφη στο γαμπρό: πουκάμισο μεταξωτό, βρακοζώνα κεντημένη, χρωματιστή πλεκτή παραδοσακούλα, καπνοσακούλα λαχουρένια, ντιμπιτένια, κατιφεδένια, κάλτσες και αν ήταν χειμώνας τσουράπια, παντόφλες, τρία μαντήλια και την κουλλίκα. Στον ίδιο δίσκο που έφερε ο γαμπρός τα δώρα και η νύφη θα στείλει τα δώρα του γαμπρού.
Όλο το σόι του γαμπρού σε λίγο θα αποχωρίσει. Η νύφη στέκεται στο απάνω σκαλοκέφαλο, φιλάει τα χέρια όλων και ο καθένας της δίνει στο χέρι το ξένιασμα, που ήταν φλουρί, εικοσάρικο, σαραντάρικο ή ογδοντάρικο. Ακολουθεί το σχετικό γλέντι στο σπίτι του παλικαριού έως το πρωί ενώ το σπίτι της νύφης ησυχάζει. Η αρραβωνιασμένη στις τρεις ημέρες που αρραβωνιάστηκε, θα βάλει τρεις φορές στο στόμα της ένα κομμάτι ζάχαρη κόκκινη και τρεις φορές θα το βγάλει, και θα μελετήσει «Όπως είναι η ζάχαρη γλυκιά, να είμαι και εγώ γλυκιά στον αρραβωνιαστικό μου». Τη ζάχαρη αυτή τη βάζουν με κουφέτα σε κόκκινο τούλι και τη στέλνουν στο γαμπρό. Από τα κουφέτα θα φάνε και οι σπιτικοί ενώ την ζάχαρη την τρώει ο γαμπρός.
Ένα βράδυ, ύστερα από μια εβδομάδα, ο αρραβωνιαστικός με έναν δικό του μεγαλύτερο συγγενή πηγαίνει στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του για να φιλήσει το χέρι της πεθεράς και του πεθερού του. Στην πεθερά θα δώσει δώρο μισή ή μια λίρα ανάλογα με τις δυνάμεις του. Αφού καθίσουν, θα βγει η κοπέλα και θα του φιλήσει το χέρι, σέρνοντας το πόδι για να παρασύρει και τα άλλα κορίτσια να αρραβωνιαστούν. Ο γαμπρός θα της δώσει φλουρί ή δαχτυλίδι. Τα παλιότερα χρόνια ο γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της νύφης μια φορά το χρόνο. Ντρεπόταν ακόμα και να περάσει από το δρόμο του σπιτιού της. Οι αρραβωνιαστικοί έβλεπαν τις αρραβωνιαστικιές τους μόνο στις μεγάλες γιορτές, όταν χόρευαν κρυμμένοι πίσω από φράχτες στα αλώνια.
Οχτώ ημέρες μετά τον αρραβώνα η οικογένεια του γαμπρού αλλά και της νύφης, θα μοιράσουν κουφέτα σε όλο το χωριό. Η κοπέλα που αρραβωνιάστηκε, όχι μόνο δεν έβγαινε τις πρώτες οχτώ ημέρες καθόλου από το σπίτι της, αλλά δεν εμφανιζόταν ούτε στο παράθυρο.
Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα ο αρραβωνιαστικός έπρεπε να στείλει το δώρο του στην αρραβωνιαστικιά του. Τα δώρα τα κουβαλούσε μια γυναίκα καλοντυμένη επάνω στο κεφάλι της και περπατούσε αργά για να θαυμάσουν όλες τα δώρα καθώς έβγαιναν στα παράθυρα. Το ίδιο γινότανε και από την πλευρά της νύφης. Ο πεθερός με την πεθερά, Χριστούγεννα, Πάσχα και ονομαστικές εορτές, έκαναν επισκέψεις για να χαιρετήσουν την νύφη ή τον γαμπρό και τα συμπεθέρια.
Πηγή: Θρακική Εστία Εορδαίας "ο Αρχιγένης", Λεμονή Μαριάννα
Η νύφη κερνάει από το κρασί που έφερε ο γαμπρός, ξεκινώντας από τον πεθερό. Ο πεθερός εύχεται: Συμπέθερε, να τους χαιρόμαστε, να ζήσουν, να γεράσουν, καλή αγάπη να έχουν. Πίνει λίγο κρασί και ρίχνει μέσα στο ποτήρι ξένιασμα, φλουριά πεντακόσια, χίλια γρόσια. Ύστερα θα πιουν και θα ευχηθούν καλά στέφανα. Η νύφη θα βγει έξω θα φορέσει τα φλουριά και θα κεράσει γλυκό.
Μετά τα κεράσματα η θεία και μια άλλη γυναίκα θα φέρουν στη μέση του δωματίου τα δώρα της νύφης και θα αρχίσουν να τα δίνουν στον καθένα χωριστά. Στον πεθερό χαρίσματα θα είναι μαντήλι, κάλτσες και καπνοσακούλα και στην πεθερά μαντήλι, κάλτσες και φακιόλι. Στη μέση μένουν τα δώρα που δίνει η νύφη στο γαμπρό: πουκάμισο μεταξωτό, βρακοζώνα κεντημένη, χρωματιστή πλεκτή παραδοσακούλα, καπνοσακούλα λαχουρένια, ντιμπιτένια, κατιφεδένια, κάλτσες και αν ήταν χειμώνας τσουράπια, παντόφλες, τρία μαντήλια και την κουλλίκα. Στον ίδιο δίσκο που έφερε ο γαμπρός τα δώρα και η νύφη θα στείλει τα δώρα του γαμπρού.
Όλο το σόι του γαμπρού σε λίγο θα αποχωρίσει. Η νύφη στέκεται στο απάνω σκαλοκέφαλο, φιλάει τα χέρια όλων και ο καθένας της δίνει στο χέρι το ξένιασμα, που ήταν φλουρί, εικοσάρικο, σαραντάρικο ή ογδοντάρικο. Ακολουθεί το σχετικό γλέντι στο σπίτι του παλικαριού έως το πρωί ενώ το σπίτι της νύφης ησυχάζει. Η αρραβωνιασμένη στις τρεις ημέρες που αρραβωνιάστηκε, θα βάλει τρεις φορές στο στόμα της ένα κομμάτι ζάχαρη κόκκινη και τρεις φορές θα το βγάλει, και θα μελετήσει «Όπως είναι η ζάχαρη γλυκιά, να είμαι και εγώ γλυκιά στον αρραβωνιαστικό μου». Τη ζάχαρη αυτή τη βάζουν με κουφέτα σε κόκκινο τούλι και τη στέλνουν στο γαμπρό. Από τα κουφέτα θα φάνε και οι σπιτικοί ενώ την ζάχαρη την τρώει ο γαμπρός.
Ένα βράδυ, ύστερα από μια εβδομάδα, ο αρραβωνιαστικός με έναν δικό του μεγαλύτερο συγγενή πηγαίνει στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του για να φιλήσει το χέρι της πεθεράς και του πεθερού του. Στην πεθερά θα δώσει δώρο μισή ή μια λίρα ανάλογα με τις δυνάμεις του. Αφού καθίσουν, θα βγει η κοπέλα και θα του φιλήσει το χέρι, σέρνοντας το πόδι για να παρασύρει και τα άλλα κορίτσια να αρραβωνιαστούν. Ο γαμπρός θα της δώσει φλουρί ή δαχτυλίδι. Τα παλιότερα χρόνια ο γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της νύφης μια φορά το χρόνο. Ντρεπόταν ακόμα και να περάσει από το δρόμο του σπιτιού της. Οι αρραβωνιαστικοί έβλεπαν τις αρραβωνιαστικιές τους μόνο στις μεγάλες γιορτές, όταν χόρευαν κρυμμένοι πίσω από φράχτες στα αλώνια.
Οχτώ ημέρες μετά τον αρραβώνα η οικογένεια του γαμπρού αλλά και της νύφης, θα μοιράσουν κουφέτα σε όλο το χωριό. Η κοπέλα που αρραβωνιάστηκε, όχι μόνο δεν έβγαινε τις πρώτες οχτώ ημέρες καθόλου από το σπίτι της, αλλά δεν εμφανιζόταν ούτε στο παράθυρο.
Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα ο αρραβωνιαστικός έπρεπε να στείλει το δώρο του στην αρραβωνιαστικιά του. Τα δώρα τα κουβαλούσε μια γυναίκα καλοντυμένη επάνω στο κεφάλι της και περπατούσε αργά για να θαυμάσουν όλες τα δώρα καθώς έβγαιναν στα παράθυρα. Το ίδιο γινότανε και από την πλευρά της νύφης. Ο πεθερός με την πεθερά, Χριστούγεννα, Πάσχα και ονομαστικές εορτές, έκαναν επισκέψεις για να χαιρετήσουν την νύφη ή τον γαμπρό και τα συμπεθέρια.
Πηγή: Θρακική Εστία Εορδαίας "ο Αρχιγένης", Λεμονή Μαριάννα